φυγοδικῶ

φυγοδικῶ
φυγοδικέω
shirk a trial
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
φυγοδικέω
shirk a trial
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυγοδικώ — φυγοδικῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόδικος] αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ …   Dictionary of Greek

  • φυγοδικώ — φυγοδίκησα, αμτβ., αποφεύγω να δικαστώ, κρύβομαι και δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης, είμαι φυγόδικος, είμαι ένοχος φυγοδικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”